Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
πρόσηλος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
View word page
προσηλιάζομαι
προσηλιάζομαι, Pass.,
A). to be exposed to the sun, v.l. for προ- in Gp. 6.2.6 .


ShortDef

to be exposed to the sun

Debugging

Headword:
προσηλιάζομαι
Headword (normalized):
προσηλιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσηλιαζομαι
IDX:
89360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89361
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσηλιάζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be exposed to the sun</span>, v.l. for <span class="ref greek">προ-</span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 6.2.6 </span>.</div> </div><br><br>'}