Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
πρόσηλος
προσηλόω
View word page
προσηγορητικόν
προσηγορ-ητικόν, τό,
A). appellative, Gloss.


ShortDef

appellative

Debugging

Headword:
προσηγορητικόν
Headword (normalized):
προσηγορητικόν
Headword (normalized/stripped):
προσηγορητικον
IDX:
89353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89354
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσηγορ-ητικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">appellative,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}