Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσέχω
προσέψημα
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
View word page
προσζωννύω
προσζωννύω
,
A).
gird besides
; and
πρόσζωστος
,
ον
,
Gloss.
ShortDef
gird besides
Debugging
Headword:
προσζωννύω
Headword (normalized):
προσζωννύω
Headword (normalized/stripped):
προσζωννυω
IDX:
89349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89350
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσζωννύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gird besides</span>; and <span class="orth greek">πρόσζωστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}