Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσέψημα
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
View word page
πρόσζευξις
πρός-ζευξις, εως, ,
A). obtaining, attracting, τῶν τοῦ βασιλέ[ως δωρεῶν] Inscr.Prien. 82.17 (iii/ii B.C.).


ShortDef

obtaining, attracting

Debugging

Headword:
πρόσζευξις
Headword (normalized):
πρόσζευξις
Headword (normalized/stripped):
προσζευξις
IDX:
89346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89347
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρός-ζευξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">obtaining, attracting</span>, <span class="foreign greek">τῶν τοῦ βασιλέ[ως δωρεῶν</span>] <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Inscr.Prien.</span> 82.17 </span> (iii/ii B.C.).</div> </div><br><br>'}