Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσέψημα
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
View word page
προσεωλίζομαι
προσεωλίζομαι, Pass.,
A). become putrefied, Gal. 16.761 ( v.l. προ- , q.v.).


ShortDef

become putrefied

Debugging

Headword:
προσεωλίζομαι
Headword (normalized):
προσεωλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεωλιζομαι
IDX:
89343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89344
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεωλίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become putrefied</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.761 </span> ( v.l. <span class="ref greek">προ-</span> , q.v.).</div> </div><br><br>'}