Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσευνάζομαι
πρόσευξις
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσεύτροχος
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσέψημα
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
View word page
προσεφάπτομαι
προσεφάπτομαι
, Med.,
A).
to be connected with, attached to as well
,
τινος
Gal.
2.263
.
ShortDef
to be connected with, attached to as well
Debugging
Headword:
προσεφάπτομαι
Headword (normalized):
προσεφάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεφαπτομαι
IDX:
89334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89335
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεφάπτομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be connected with, attached to as well</span>, <span class="itype greek">τινος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.263 </span>.</div> </div><br><br>'}