Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
πρόσευξις
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσεύτροχος
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσέψημα
View word page
προσεύτροχος
προσεύτροχος, ον , τὰ π. βλέφαρα dub. l. in Aret. CA 1.6 (πρόσθεν εὔτροχα cj. Ermerins).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεύτροχος
Headword (normalized):
προσεύτροχος
Headword (normalized/stripped):
προσευτροχος
IDX:
89330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89331
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεύτροχος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, τὰ π. βλέφαρα</span> dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0719.tlg003.perseus-grc1:1:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0719.tlg003.perseus-grc1:1.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aret.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">CA</span> 1.6 </a> (<span class="foreign greek">πρόσθεν εὔτροχα</span> cj. Ermerins).</div><br><br>'}