Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτῐ
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
πρόσευξις
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσεύτροχος
προσευφραίνω
View word page
προσευκτικός
προσευκ-τικός, , όν,
A). addressed in prayer, ὕμνοι Men.Rh. p.342S.


ShortDef

addressed in prayer

Debugging

Headword:
προσευκτικός
Headword (normalized):
προσευκτικός
Headword (normalized/stripped):
προσευκτικος
IDX:
89321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89322
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσευκ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">addressed in prayer</span>, <span class="foreign greek">ὕμνοι</span> Men.Rh.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:p.342S" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:p.342S/canonical-url/"> p.342S. </a> </div> </div><br><br>'}