Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσερωτάω
προσεσθίω
πρόσεσις
προσεσπέριος
προσέσπερος
προσεταιρίζομαι
προσεταιριστός
προσέταιρος
προσετέον
προσέτῐ
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
πρόσευξις
View word page
προσετοιμάζω
προσετοιμάζω, in Med.,
A). make preparations, PSI 6.587.6 (iii B.C.).


ShortDef

make preparations

Debugging

Headword:
προσετοιμάζω
Headword (normalized):
προσετοιμάζω
Headword (normalized/stripped):
προσετοιμαζω
IDX:
89315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσετοιμάζω</span>, in Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make preparations</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 6.587.6 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}