Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιχαρίζομαι
προσεπιχέω
προσεπιχώννυμι
προσεπιψεύδομαι
προσεπιψηφίζομαι
προσεπόμνυμι
προσεποφλισκάνω
προσερανίζω
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσέρδω
προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερέσσω
προσερεύγομαι
προσερέω
προσερίζω
προσεριστής
προσέρπω
View word page
προσέρδω
προσέρδω,
A). sacrifice to, Νύμφῃσι θῆλυ καὶ ἄρρεν IG 12(8).358 (Thasos, v B.C.).


ShortDef

sacrifice to

Debugging

Headword:
προσέρδω
Headword (normalized):
προσέρδω
Headword (normalized/stripped):
προσερδω
IDX:
89292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσέρδω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sacrifice to</span>, <span class="quote greek">Νύμφῃσι θῆλυ καὶ ἄρρεν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(8).358 </span> (Thasos, v B.C.).</div> </div><br><br>'}