Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιφοιτάω
προσεπιφωνέω
προσεπιφωτίζω
προσεπιχαράσσω
προσεπιχαρίζομαι
προσεπιχέω
προσεπιχώννυμι
προσεπιψεύδομαι
προσεπιψηφίζομαι
προσεπόμνυμι
προσεποφλισκάνω
προσερανίζω
προσεργάζομαι
πρόσεργον
προσέρδω
προσερεθίζω
προσερείδω
προσέρεισις
προσερέσθαι
προσερέσσω
προσερεύγομαι
View word page
προσεποφλισκάνω
προσεπ-οφλισκάνω,
A). incur besides. γέλωτα D.C. 43.20 .


ShortDef

incur besides

Debugging

Headword:
προσεποφλισκάνω
Headword (normalized):
προσεποφλισκάνω
Headword (normalized/stripped):
προσεποφλισκανω
IDX:
89288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπ-οφλισκάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">incur besides.</span> <span class="quote greek">γέλωτα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:43:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:43.20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 43.20 </a> .</div> </div><br><br>'}