Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφημίζω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφθονέω
προσεπιφοιτάω
προσεπιφωνέω
προσεπιφωτίζω
προσεπιχαράσσω
προσεπιχαρίζομαι
προσεπιχέω
προσεπιχώννυμι
προσεπιψεύδομαι
προσεπιψηφίζομαι
προσεπόμνυμι
προσεποφλισκάνω
προσερανίζω
προσεργάζομαι
View word page
προσεπιφωτίζω
προσεπι-φωτίζω,
A). throw a light upon as well, τινας PLit.Lond. 138 v 36 .


ShortDef

throw a light upon as well

Debugging

Headword:
προσεπιφωτίζω
Headword (normalized):
προσεπιφωτίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιφωτιζω
IDX:
89280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89281
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-φωτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throw a light upon as well</span>, <span class="itype greek">τινας</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLit.Lond.</span> 138 v 36 </span>.</div> </div><br><br>'}