Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφημίζω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφθονέω
προσεπιφοιτάω
προσεπιφωνέω
προσεπιφωτίζω
προσεπιχαράσσω
προσεπιχαρίζομαι
προσεπιχέω
προσεπιχώννυμι
προσεπιψεύδομαι
προσεπιψηφίζομαι
προσεπόμνυμι
προσεποφλισκάνω
View word page
προσεπιφοιτάω
προσεπι-φοιτάω,
A). come in besides, Ph. 2.67 .


ShortDef

come in besides

Debugging

Headword:
προσεπιφοιτάω
Headword (normalized):
προσεπιφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιφοιταω
IDX:
89278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89279
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-φοιτάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">come in besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:67" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.67/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.67 </a>.</div> </div><br><br>'}