Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφημίζω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφθονέω
προσεπιφοιτάω
προσεπιφωνέω
προσεπιφωτίζω
προσεπιχαράσσω
View word page
προσεπίτροπος
προσεπί-τροπος, ,
A). ringleader, PAmh. 2.77.31 (ii A.D.).


ShortDef

ringleader

Debugging

Headword:
προσεπίτροπος
Headword (normalized):
προσεπίτροπος
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτροπος
IDX:
89271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89272
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπί-τροπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ringleader,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PAmh.</span> 2.77.31 </span> (ii A.D.).</div> </div><br><br>'}