Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφημίζω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφθονέω
προσεπιφοιτάω
προσεπιφωνέω
προσεπιφωτίζω
View word page
προσεπιτροπεύομαι
προσεπι-τροπεύομαι, Pass.,
A). to be under guardianship longer, ἕξ ἔτη ὑπό τινος D. 27.63 .


ShortDef

to be under guardianship

Debugging

Headword:
προσεπιτροπεύομαι
Headword (normalized):
προσεπιτροπεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτροπευομαι
IDX:
89270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89271
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-τροπεύομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be under guardianship longer</span>, <span class="quote greek">ἕξ ἔτη ὑπό τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg027.perseus-grc1:63" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg027.perseus-grc1:63/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 27.63 </a> .</div> </div><br><br>'}