Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
προσεπιφημίζω
προσεπιφθέγγομαι
προσεπιφθονέω
View word page
προσεπιτραγῳδέω
προσεπι-τρᾰγῳδέω,
A). add with tragic exaggeration, Anon. ap. Suid.


ShortDef

add with tragic exaggeration

Debugging

Headword:
προσεπιτραγῳδέω
Headword (normalized):
προσεπιτραγῳδέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτραγωδεω
IDX:
89267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89268
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-τρᾰγῳδέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">add with tragic exaggeration</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}