Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
προσεπιφέρω
View word page
προσεπιτεχνάομαι
προσεπι-τεχνάομαι,
A). contrive besides, τι Procop. Goth. 1.19 , al.


ShortDef

contrive besides

Debugging

Headword:
προσεπιτεχνάομαι
Headword (normalized):
προσεπιτεχνάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτεχναομαι
IDX:
89264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89265
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-τεχνάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contrive besides</span>, <span class="itype greek">τι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg001:1:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg001:1.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procop.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Goth.</span> 1.19 </a>, al.</div> </div><br><br>'}