Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
προσεπιτυγχάνω
προσεπιφαίνομαι
View word page
προσεπιτέρπομαι
προσεπι-τέρπομαι, Pass.,
A). rejoice in besides, Ar. Ra. 231 (lyr.).


ShortDef

to enjoy oneself still more

Debugging

Headword:
προσεπιτέρπομαι
Headword (normalized):
προσεπιτέρπομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτερπομαι
IDX:
89263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89264
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-τέρπομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rejoice in besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:231" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:231/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ra.</span> 231 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}