Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
προσεπιτρίβω
προσεπιτροπεύομαι
προσεπίτροπος
View word page
προσεπιτελέω
προσεπι-τελέω,
A). complete as well, Gal. 18(1).822 ( Pass.).


ShortDef

complete as well

Debugging

Headword:
προσεπιτελέω
Headword (normalized):
προσεπιτελέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιτελεω
IDX:
89261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-τελέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">complete as well</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 18(1).822 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}