προσεπιτείνω
προσεπι-τείνω,
2). intensify still more, τὴν παροῦσαν ἐπιθυμίαν Rh. 2.290S. ; τὸ δίψος ; 2.689e τὴν καλὴν νεανιείαν ; 2.306 τὴν ὀργήν BJ 7.3.3 :—intr., of fevers, :— Pass., of wind, 7.859 . 2.99
II). impose severer terms upon, τοὺς Καρχηδονίους : abs., 1.63.2 π. ταῖς βασάνοις use severer tortures, . 10.18
III). intr., to be prolonged, Fr. 74 .