Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
προσεπιτίθημι
προσεπιτιμάω
προσεπιτραγῳδέω
προσεπιτρέπω
View word page
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπι-τᾰλαιπωρέω,
A). endure still longer, J. AJ 4.5.2 .


ShortDef

endure still longer

Debugging

Headword:
προσεπιταλαιπωρέω
Headword (normalized):
προσεπιταλαιπωρέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιταλαιπωρεω
IDX:
89258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89259
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-τᾰλαιπωρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">endure still longer</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:4:5:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:4:5:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 4.5.2 </a>.</div> </div><br><br>'}