Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
προσεπιτελέω
προσεπιτέμνω
προσεπιτέρπομαι
προσεπιτεχνάομαι
View word page
προσεπισφίγγω
προσεπι-σφίγγω,
A). press a point home, Ph. 1.291 .


ShortDef

press a point home

Debugging

Headword:
προσεπισφίγγω
Headword (normalized):
προσεπισφίγγω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισφιγγω
IDX:
89254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-σφίγγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">press a point home</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:291" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.291/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.291 </a>.</div> </div><br><br>'}