Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
προσεπιτείνω
View word page
προσεπισυνάπτω
προσεπι-συνάπτω, =
A). adjungo, Gloss.


ShortDef

adjungo

Debugging

Headword:
προσεπισυνάπτω
Headword (normalized):
προσεπισυνάπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισυναπτω
IDX:
89250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89251
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-συνάπτω</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">adjungo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}