Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπισκέπτομαι
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
προσεπισύρω
προσεπισφάττω
προσεπισφίγγω
προσεπισφραγίζομαι
προσεπισχυρίζω
προσεπισωρεύω
προσεπιταλαιπωρέω
προσεπιτάσσω
View word page
προσεπισυγκρίνω
προσεπι-συγκρίνω [ῑ],
A). add successively, ὕλην ἑαυτῷ Ptol. Tetr. 105 .


ShortDef

add successively

Debugging

Headword:
προσεπισυγκρίνω
Headword (normalized):
προσεπισυγκρίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισυγκρινω
IDX:
89249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-συγκρίνω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">add successively</span>, <span class="quote greek">ὕλην ἑαυτῷ</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:105" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:105/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 105 </a> .</div> </div><br><br>'}