Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκέπτομαι
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
προσεπισυνάπτω
προσεπισυνετίζω
View word page
προσεπισκήπτω
προσεπι-σκήπτω,
A). entreat besides, Hld. 4.18 .


ShortDef

entreat besides

Debugging

Headword:
προσεπισκήπτω
Headword (normalized):
προσεπισκήπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεπισκηπτω
IDX:
89241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89242
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-σκήπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">entreat besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:4:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:4.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 4.18 </a>.</div> </div><br><br>'}