Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκέπτομαι
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
προσεπισκώπτω
προσεπισπάομαι
προσεπίσταμαι
προσεπιστείχω
προσεπιστέλλω
προσεπιστεφανόω
προσεπισυγκρίνω
View word page
προσεπισκέπτομαι
προσεπι-σκέπτομαι
,
A).
=
προσεπισκοπέω
,
Id.
10.512
, al.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προσεπισκέπτομαι
Headword (normalized):
προσεπισκέπτομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπισκεπτομαι
IDX:
89239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89240
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-σκέπτομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">προσεπισκοπέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 10.512 </span>, al.</div> </div><br><br>'}