Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
προσεπιπληρόω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
προσεπισιτίζομαι
προσεπισκεπτέον
προσεπισκέπτομαι
προσεπισκευάζω
προσεπισκήπτω
προσεπισκοπέω
View word page
προσεπιρρίπτω
προσεπι-ρρίπτω,
A). throw to besides, ψωμοὺς κυνί Aesop. 164 .


ShortDef

to throw to besides

Debugging

Headword:
προσεπιρρίπτω
Headword (normalized):
προσεπιρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιρριπτω
IDX:
89232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-ρρίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">throw to besides</span>, <span class="quote greek">ψωμοὺς κυνί</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:164" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0096.tlg002:164/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aesop.</span> 164 </a> .</div> </div><br><br>'}