Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
προσεπιπάσσω
προσεπιπέμπω
προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
προσεπιπλέω
προσεπιπληρόω
προσεπιπλήσσω
προσεπιπονέω
προσεπιρραίνω
προσεπιρρέω
προσεπιρρητορεύω
προσεπιρρίπτω
προσεπιρροφέω
προσεπιρρώννυμι
προσεπισεμνύνω
προσεπισημαίνω
View word page
προσεπιπληρόω
προσεπι-πληρόω,
A). stuff to repletion, Gal. 6.415 .


ShortDef

stuff to repletion

Debugging

Headword:
προσεπιπληρόω
Headword (normalized):
προσεπιπληρόω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιπληροω
IDX:
89226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89227
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-πληρόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stuff to repletion</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 6.415 </span>.</div> </div><br><br>'}