Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
προσεπιπάσσω
προσεπιπέμπω
προσεπιπηδάω
προσεπιπλάσσω
προσεπιπλέκω
View word page
προσεπινέμω
προσεπι-νέμω, in Pass., of a bandage,
A). to be further distributed, Id. 18(2).556 .


ShortDef

to be further distributed

Debugging

Headword:
προσεπινέμω
Headword (normalized):
προσεπινέμω
Headword (normalized/stripped):
προσεπινεμω
IDX:
89214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-νέμω</span>, in Pass., of a bandage, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be further distributed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 18(2).556 </span>.</div> </div><br><br>'}