Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
προσεπιπαρακαλέω
View word page
προσεπιμελέομαι
προσεπι-μελέομαι,
A). take care of besides, τινων Pl. Lg. 755b .


ShortDef

take care of besides

Debugging

Headword:
προσεπιμελέομαι
Headword (normalized):
προσεπιμελέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιμελεομαι
IDX:
89209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-μελέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take care of besides</span>, <span class="itype greek">τινων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:755b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:755b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lg.</span> 755b </a>.</div> </div><br><br>'}