Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
προσεπινύσσω
προσεπιορκέω
View word page
προσεπιμασάομαι
προσεπι-μᾰσάομαι,
A). chew as well, Hsch. s.v. ἐπιμάσσεται (-μάσσεται cod.).


ShortDef

chew as well

Debugging

Headword:
προσεπιμασάομαι
Headword (normalized):
προσεπιμασάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιμασαομαι
IDX:
89208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-μᾰσάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">chew as well</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐπιμάσσεται</span> (<span class="foreign greek">-μάσσεται</span> cod.).</div> </div><br><br>'}