Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
προσεπινεύω
προσεπινοέω
View word page
προσεπιλοιμώττω
προσεπι-λοιμώττω,
A). suffer from pestilence besides, Lyd. Ost. 58 .


ShortDef

suffer from pestilence besides

Debugging

Headword:
προσεπιλοιμώττω
Headword (normalized):
προσεπιλοιμώττω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιλοιμωττω
IDX:
89206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89207
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-λοιμώττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suffer from pestilence besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2580.tlg003:58" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2580.tlg003:58/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ost.</span> 58 </a>.</div> </div><br><br>'}