Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
προσεπινέμω
View word page
προσεπιλιχμάομαι
προσεπι-λιχμάομαι,
A). devour besides, Ph. 2.318 .


ShortDef

devour besides

Debugging

Headword:
προσεπιλιχμάομαι
Headword (normalized):
προσεπιλιχμάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιλιχμαομαι
IDX:
89204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-λιχμάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">devour besides</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:318" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.318/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.318 </a>.</div> </div><br><br>'}