Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
προσεπιμηχανάομαι
προσεπιμιμνήσκομαι
View word page
προσεπιλιπαίνω
προσεπι-λῐπαίνω,
A). enrich yet more, Eust.ad D.P. Prooem. p.71 B.


ShortDef

enrich yet more

Debugging

Headword:
προσεπιλιπαίνω
Headword (normalized):
προσεπιλιπαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιλιπαινω
IDX:
89203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89204
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-λῐπαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">enrich yet more</span>, Eust.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.P.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Prooem.</span> p.71 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div> </div><br><br>'}