Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσεπικατατείνω
προσεπικαταψεύδομαι
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
προσεπιλιχμάομαι
προσεπιλογίζομαι
προσεπιλοιμώττω
προσεπιμανθάνω
προσεπιμασάομαι
προσεπιμελέομαι
προσεπιμερίζω
προσεπιμετρέω
View word page
προσεπιλεαίνω
προσεπι-λεαίνω
,
A).
smooth further
, Heraclid.Tar. ap.
Gal.
13.718
.
ShortDef
smooth further
Debugging
Headword:
προσεπιλεαίνω
Headword (normalized):
προσεπιλεαίνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιλεαινω
IDX:
89201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89202
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-λεαίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smooth further</span>, Heraclid.Tar. ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.718 </span>.</div> </div><br><br>'}