Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριόμορφος
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοπηγός
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
ἀγριόπρασον
ἀγριορίγανος
ἀγριόρροδον
ἄγριος
ἀγριοσέλινον
ἀγριοσίκυον
ἀγριοσταφίδες
ἀγριοσταφυλίτης
ἀγριότης
ἀγριόφαγρος
ἀγριοφανής
ἀγριόφυλλον
ἀγριόφυτα
View word page
ἀγριόρροδον
ἀγριόρροδον, τό, =
A). saliuncula (i.e. Κελτικὴ νάρδος), Gloss.


ShortDef

saliuncula

Debugging

Headword:
ἀγριόρροδον
Headword (normalized):
ἀγριόρροδον
Headword (normalized/stripped):
αγριορροδον
IDX:
891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-892
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγριόρροδον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">saliuncula</span> (i.e. <span class="foreign greek">Κελτικὴ νάρδος</span>), <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}