Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθεωρίω
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
προσεπικαταψεύδομαι
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
προσεπιλιπαίνω
View word page
προσεπίκειμαι
προσεπί-κειμαι,
A). to be urgent or instant besides, π. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν D. 27.66 .


ShortDef

to be urgent besides

Debugging

Headword:
προσεπίκειμαι
Headword (normalized):
προσεπίκειμαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπικειμαι
IDX:
89193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89194
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπί-κειμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be urgent</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">instant besides</span>, <span class="quote greek">π. ἡ πόλις ἀξιοῦσα εἰσφέρειν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg027.perseus-grc1:66" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0014.tlg027.perseus-grc1:66/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> 27.66 </a> .</div> </div><br><br>'}