Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθεωρίω
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
προσεπικαταψεύδομαι
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
προσεπιλέγω
View word page
προσεπικαταψεύδομαι
προσεπι-καταψεύδομαι,= προς επιψεύδομαι, Gal. ap. Orib. 2.16.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεπικαταψεύδομαι
Headword (normalized):
προσεπικαταψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπικαταψευδομαι
IDX:
89192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89193
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-καταψεύδομαι</span>,= <span class="foreign greek">προς επιψεύδομαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:2:16:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:2:16:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 2.16.1 </a>.</div><br><br>'}