Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθεωρίω
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
προσεπικαταψεύδομαι
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
προσεπικτάομαι
προσεπιλαμβάνω
προσεπιλεαίνω
View word page
προσεπικατατείνω
προσεπι-κατατείνω,
A). strain besides or still more, LXX 4 Ma. 9.19 .


ShortDef

strain besides

Debugging

Headword:
προσεπικατατείνω
Headword (normalized):
προσεπικατατείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπικατατεινω
IDX:
89191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89192
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-κατατείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strain besides</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">still more</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg026:9:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg026:9.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">4 Ma.</span> 9.19 </a>.</div> </div><br><br>'}