Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθεωρίω
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
προσεπικατατείνω
προσεπικαταψεύδομαι
προσεπίκειμαι
προσεπικερτομέω
προσεπικηρύσσω
προσεπικοσμέω
προσεπικρίνω
προσεπικρούω
View word page
προσεπικατάγω
προσεπι-κατάγω [ᾰγ],
A). bring into the calculation, Vett.Val. 275.21 .


ShortDef

bring into the calculation

Debugging

Headword:
προσεπικατάγω
Headword (normalized):
προσεπικατάγω
Headword (normalized/stripped):
προσεπικαταγω
IDX:
89188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89189
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-κατάγω</span> <span class="pron greek">[ᾰγ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bring into the calculation</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:275:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:275.21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> 275.21 </a>.</div> </div><br><br>'}