Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδιακαίω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθεωρίω
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
προσεπικαταδέω
προσεπικαταστρέφω
View word page
προσεπιζευγνύω
προσεπι-ζευγνύω,=
A). adjungo, Gloss.


ShortDef

adjungo

Debugging

Headword:
προσεπιζευγνύω
Headword (normalized):
προσεπιζευγνύω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιζευγνυω
IDX:
89180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-ζευγνύω</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">adjungo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}