Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιδέομαι
προσεπιδεσμέω
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδιακαίω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθεωρίω
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
προσεπικατάγω
View word page
προσεπιδοξάζω
προσεπι-δοξάζω,
A). confirm by approval, φαντασίας Epict. Fr. 9 .


ShortDef

confirm by approval

Debugging

Headword:
προσεπιδοξάζω
Headword (normalized):
προσεπιδοξάζω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιδοξαζω
IDX:
89178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89179
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-δοξάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">confirm by approval</span>, <span class="quote greek">φαντασίας</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0557.tlg-01:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0557.tlg-01:9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Epict.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 9 </a> .</div> </div><br><br>'}