Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
προσεπιδεσμέω
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδιακαίω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
προσεπιθεωρίω
προσεπιθλιπτέον
προσεπικαλέω
View word page
προσεπιδιορίζω
προσεπι-διορίζω,
A). distinguish besides, Gal. 11.308 .


ShortDef

distinguish besides

Debugging

Headword:
προσεπιδιορίζω
Headword (normalized):
προσεπιδιορίζω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιδιοριζω
IDX:
89177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89178
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-διορίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">distinguish besides</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.308 </span>.</div> </div><br><br>'}