Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδαψιλεύομαι
προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
προσεπιδεσμέω
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδιακαίω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
προσεπιθετέον
View word page
προσεπιδιακαίω
προσεπι-διακαίω, in Pass.,
A). f.l. for προσέτι διακ ., Id. 10.786 (ap. Orib. 9.21.7 ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προσεπιδιακαίω
Headword (normalized):
προσεπιδιακαίω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιδιακαιω
IDX:
89174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89175
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-διακαίω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προσέτι διακ</span> ., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 10.786 </span> (ap.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:9:21:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:9:21:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 9.21.7 </a>).</div> </div><br><br>'}