Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδαψιλεύομαι
προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
προσεπιδεσμέω
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδιακαίω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
προσεπιζητέω
προσεπιθεάομαι
προσεπιθεσπίζω
View word page
προσεπιδιαιρέω
προσεπι-διαιρέω,
A). dissect further, Gal. 2.229 .


ShortDef

dissect further

Debugging

Headword:
προσεπιδιαιρέω
Headword (normalized):
προσεπιδιαιρέω
Headword (normalized/stripped):
προσεπιδιαιρεω
IDX:
89173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89174
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-διαιρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dissect further</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.229 </span>.</div> </div><br><br>'}