Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
προσεπιγίγνομαι
προσεπιγράφω
προσεπιδαψιλεύομαι
προσεπιδείκνυμι
προσεπιδέομαι
προσεπιδεσμέω
προσεπιδέχομαι
προσεπιδέω
προσεπιδημέω
προσεπιδιαιρέω
προσεπιδιακαίω
προσεπιδίδωμι
προσεπιδιίσταμαι
προσεπιδιορίζω
προσεπιδοξάζω
προσεπιδράσσομαι
προσεπιζευγνύω
View word page
προσεπιδέχομαι
προσεπι-δέχομαι,
A). to be liable to besides, dub. in Ph. Fr. 63 H.


ShortDef

to be liable to besides

Debugging

Headword:
προσεπιδέχομαι
Headword (normalized):
προσεπιδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεπιδεχομαι
IDX:
89170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπι-δέχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be liable to besides</span>, dub. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg040:63" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg040:63/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 63 </a> H.</div> </div><br><br>'}