Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
προσεπιβοάω
προσεπιβοηθέω
προσεπιγεννάω
View word page
προσεπέχω
προσεπ-έχω,=
A). appremo, Gloss.:— Pass., οἷς προσεπεσχέθη γαστήρ Gal. 16.521 .


ShortDef

appremo

Debugging

Headword:
προσεπέχω
Headword (normalized):
προσεπέχω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεχω
IDX:
89153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89154
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπ-έχω</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">appremo,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span></span>:— Pass., <span class="quote greek">οἷς προσεπεσχέθη γαστήρ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.521 </span> .</div> </div><br><br>'}