Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεισφορέω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
προσεπηχέω
προσεπί
προσεπιβάλλω
προσεπιβλάπτω
προσεπιβλαστάνω
προσεπιβλέπω
View word page
προσεπερωτητής
προσεπ-ερωτητής, οῦ, ,=
A). adstipulator, Gloss.


ShortDef

adstipulator

Debugging

Headword:
προσεπερωτητής
Headword (normalized):
προσεπερωτητής
Headword (normalized/stripped):
προσεπερωτητης
IDX:
89150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89151
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπ-ερωτητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">adstipulator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}