Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεισφορέω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
προσεπηρεάζω
View word page
προσεπεκτείνω
προσεπ-εκτείνω,
A). extend further, in Pass., Gal. 2.742 , 18(2).451 .


ShortDef

extend further

Debugging

Headword:
προσεπεκτείνω
Headword (normalized):
προσεπεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεκτεινω
IDX:
89144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπ-εκτείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">extend further</span>, in Pass., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.742 </span>, <span class="bibl"> 18(2).451 </span>.</div> </div><br><br>'}