Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προσεπαπειλέω
προσεπαράομαι
προσεπάρχω
προσεπαυξάνω
προσεπαυρίσκομαι
προσεπεῖδον
προσεπεῖπον
προσεπεισάγω
προσεπεισφέρω
προσεπεισφορέω
προσεπεκθλίβω
προσεπεκτείνω
προσεπελπίζω
προσεπεμβάλλω
προσεπεξεργάζομαι
προσεπεξευρίσκω
προσεπερωτάω
προσεπερωτητής
προσεπεύχομαι
προσεπευωνίζω
προσεπέχω
View word page
προσεπεκθλίβω
προσεπ-εκθλίβω
[ῑ]
,
A).
squeeze out in addition
,
Dsc.
4.150
.
ShortDef
squeeze out in addition
Debugging
Headword:
προσεπεκθλίβω
Headword (normalized):
προσεπεκθλίβω
Headword (normalized/stripped):
προσεπεκθλιβω
IDX:
89143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-89144
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προσεπ-εκθλίβω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">squeeze out in addition</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.150 </span>.</div> </div><br><br>'}